χειμωνόπουλο

χειμωνόπουλο
το, Ν
άλλη κοινή ονομασία είδους κορυδαλλού, αλλ. σιταρήθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειμώνας + πουλί].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χειμωνόπουλο — το το πουλί σιταρήθρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”